29/10/08

Με αφορμή μια ταινία: Essentialism, Anti-essentialism

Moυ δίνει την αφορμή ο Woody Allen με μια σκηνή από το Vicky Cristina Barcelona: Όταν η Cristina εκμυστηρεύεται την εμπειρία που είχε με την Maria-Elena στο σκοτεινό δωμάτιο, ο Doug (με τα πλάγια αποδίδω την παγίως ειρωνική προφορά του ονόματος Doug στην ταινία, όπως παρατήρησε ο Αχιλλέας), απορεί: "You mean you are bisexual?". Για να εισπράξει την αγανακτισμένη απορία της Cristina: "Why do you have to label everything"?.

Πράγματι, μια κοπέλα, όπως η Cristina, που είχε μια παρόμοια φάση, κερδίζουμε τίποτα σε γνώση, με το να την ονομάσουμε "bisexual"?
Είναι όντως bisexual, ή τό 'φερε η στιγμή?

Για να πω την φιλοσοφικούρα μου, το θέμα που θίγει πολύ εύστοχα ο ΓΑ είναι η θεώρηση γεγονότων από δύο διαφορετικές οπτικές, που θα ονόμαζα χρησιμοποιώντας τους φιλοσοφικούς όρους essentialism και anti-essentialism. Το essentialism μεταφράζεται συμβατικώς στα ελληνικά ως "ουσιοκρατία", αλλά ο αγγλικός όρος (από το λατινικό "essentia"=ουσία) δεν είναι καθόλου βαρύγδουπος, όπως ο ελληνικός, και θα μπορούσε άνετα να χρησιμοποιηθεί για περιγράψει λ.χ. την στάση του Doug (με ειρωνική προφορά του ονόματος πάντα). Με λίγα λόγια, είναι το εξής: Να προσπαθείς κάθε γεγονός ή φαινόμενο να το ορίσεις ως προερχόμενο από μια καθορισμένη και σταθερή ουσία. Αυτό επιτυγχάνεται με την βοήθεια της γλώσσας. Δηλαδή κάτι που μπορεί να είναι απλώς μια πρακτική ή συμπεριφορά ή μια φάση, πολύ χρονικά και τροπικά προσδιορισμένες, του δίνεις μια ορισμένη ονομασία, και έτσι κάνεις μια εξαντικειμενίκευση (reification), δηλαδή με το να το εντάξεις σε μία πολύ συγκεκριμένη λέξη προϋποθέτεις τρόπον τινά ότι πρόκειται για μία πολύ συγκεκριμένη αντικειμενική πραγματικότητα, η οποία θα μπορούσε ακόμη και να το εξηγήσει. Στην πραγματικότητα, πολλές από αυτές τις λέξεις έχουν συγκεχυμένο περιεχόμενο και μάλλον δεν εξηγούν, αλλά παγιώνουν αυθαίρετα την ρευστότητα μιας κατάστασης. Λ.χ. με το να ονομάσεις κάτι που μπορεί να είναι το αποτέλεσμα μιας στιγμής, ή μιας φάσης, ή ενός απροσδιόριστου ωραίου (συν-)αισθήματος ως bisexual είναι σαν να λες ότι η τάδε γυναίκα, ας πούμε η Cristina είναι παγίως αμφιφυλόφιλη, μπορείς να περιμένεις πάντοτε από αυτήν ότι θα πηγαίνει και με άντρες και με γυναίκες, γιατί έτσι είναι κάποια ουσία ή φύση της. Τι πετυχαίνει κανείς με αυτόν τον τρόπο? Μάλλον, όπως φαίνεται στην ταινία, είναι μια στρατηγική, που επιλέγουν κάποιοι άνθρωποι, όπως ο Doug (είπαμε, με ειρωνική προφορά) για να βολευτούν. Είναι σαν να σου λέει: "Αυτή πήγε με την Μαρία-Ελένα, επειδή είναι αμφιφυλόφιλη. Μια κοπέλα ή είναι μπάι, ή είναι στρέιτ, ή λεσβία. Η δικιά μου, η Vicky, αν δεν είναι μπάι, που δεν φαίνεται να είναι, τότε είναι παγίως στρέιτ, οπότε μπορώ να έχω το κεφάλι μου ήσυχο". Άνθρωποι με παρόμοιες στρατηγικές βολέματος τείνουν να προσπαθούν να ερμηνεύσουν εκ των υστέρων και όλες τις προηγούμενες συμπεριφορές του εν λόγωι ανθρώπου, ας πούμε της Cristina, με βάση αυτήν την "ουσία", που θεωρούν ότι έχουν ανιχνεύσει. Λ.χ. "έπρεπε να το είχα καταλάβει, φαινόταν από τότε που έκανε αυτό" κ.ο.κ.

(Άσε που πολλοί όροι είναι καθ' εαυτούς συγκεχυμένοι. Λ.χ. τι "ουσία" μπορεί να κρύβεται πίσω από τον όρο "αμφιφυλόφιλος", αφού αυτός αναιρεί την οποιαδήποτε ουσία είτε "γκέι", είτε "στρέιτ". Έτσι το να λες σε κάποιον: "είσαι μπάι" (εννοείται είσαι παγίως μπάι) μπορεί να θεωρηθεί ως μια εξαιρετική έκφραση κακής πίστης. Σαν, ας πούμε, να του λες "είσαι παγίως απρόβλεπτος". Ο "παγίως απρόβλεπτος" δεν είναι "εν μέρει προβλέψιμος"? Κατά παρόμοιο τρόπο, ο "παγίως μπάι" δεν είναι "εν μέρει στρέιτ"? Οπότε μήπως τελικά πρόκειται για ταμπέλες άνευ νοήματος?).

Ποιος είναι ο βασικός λόγος για την essentialist συμπεριφορά? Θεωρώ ότι είναι ο φόβος. Σίγουρα, σε μια πρώτη φάση ο λόγος είναι η κτητικότητα, η κατάκτηση. Αλλά γιατί θέλουμε να κατέχουμε? Μάλλον επειδή επιδιώκουμε το βόλεμα, όπως φαίνεται στην ταινία. Αλλά τελικά γιατί θέλουμε να βολευτούμε? Μάλλον, επειδή φοβόμαστε πολύ έντονα, επειδή έχουμε αναπτύξει έντονες φοβίες, λόγωι της προηγούμενης πορείας μας στην ζωή, τραυμάτων μας, διαψεύσεων, ματαιώσεών μας, ή ποιος ξέρει... Με το να ονομάσουμε εξαντικειμενικεύουμε, και με το να εξαντικειμενικεύσουμε, παγιώνουμε κάτι που είναι ρευστό, κι έτσι επιτυγχάνουμε να υπάρχει λιγότερο ρίσκο στην ζωή μας, λιγότερα απρόβλεπτα γεγονότα, λιγότεροι κίνδυνοι. Και συνεχίζουμε με το κεφάλι μας ήσυχο...

Και πάω στον όρο anti-essentialism. Μπορεί βέβαια να μου αντιπαρατάξει κάποιος ότι αυτήν την στιγμή κάνω αυτό ακριβώς που κατηγορώ, δηλαδή θέτω όρους, και μάλιστα πομπώδεις, για να εξαντικειμενικεύσω, και άρα να βολευτώ κ.ο.κ. Η πιθανή αυτή ένσταση είναι θεμελιωμένη γιατί εντέλει ένα είδος εξαντικειμενίκευσης και "ουσιοκρατίας" είναι εν γένει μέσα στην γλώσσα, υπάρχει παρασιτικά εντός της και δεν μπορεί να αποφευχθεί όσο μιλάμε και σκεπτόμαστε. Ωστόσο, όταν μιλάμε έχοντας επίγνωση του αναγκαστικά συμβατικού χαρακτήρα της γλώσσας, μπορούμε να προσεγγίσουμε μια anti-essentialist συμπεριφορά, παρόλο που απ' ό,τι φαίνεται η "αντι-ουσιοκρατία" (anti-essentialism) είναι μια αυτο-ηττώμενη στάση, για όσο θα χρησιμοποιούμε ανθρώπινη γλώσσα με εξαντικειμενικεύουσες λέξεις (ιδίως ουσιαστικά, αν χρησιμοποιούσαμε μόνο ρήματα ή απαρέμφατα, ίσως να ήταν λίγο καλύτερα).

Οπότε εν γνώσει της εκφραστικής μου ατέλειας συνεχίζω. Ο anti-essentialism είναι μια βασική στάση ζωής, όπου αποφεύγεις να αποδίδεις τα γεγονότα σε σταθερές ουσίες, φύσεις, νόμους κτλ. Ας πούμε, "είναι κάτι που συνέβη σήμερα, ένας Θεός ξέρει αν θα συμβεί κι αύριο, πραγματικά δεν ξέρω". Έτσι αναλαμβάνεις το ρίσκο,- είναι μια στάση ζωής ενός ανθρώπου που έχει λιγότερο φόβο, περισσότερη εμπιστοσύνη, σε τι δεν ξέρω, ας πούμε στον εαυτό του, στην ζωή, δύσκολο να πεις σε τι χωρίς αυτή η στάση να αυτοαναιρεθεί. (Ή αν δεν έχει θετική εμπιστοσύνη και αυτοπεποίθηση, μπορεί να έχει απλώς αφέλεια ή άγνοια κινδύνου, που μπορεί de facto και να είναι το ίδιο).

Για την ιστορία της υπόθεσης, υπάρχουν βασικά δύο είδη και αντίστοιχα δύο γενιές anti-essentialism. Το θέμα είναι σχετικό και με την ιστορία του φεμινισμού και με τις γενιές των φεμινιστριών/ών. Σε ένα πρώτο είδος παραδέχεσαι ότι υπάρχει κάποιο είδος ουσίας, ας πούμε βιολογικής ή πραγματολογικής βάσης, αλλά εσύ επιλέγεις να πας αντίθετα σ' αυτό για να κερδίσεις την ελευθερία σου ή ένα είδος ηθικής επίτευξης, ή χειραφέτησης. Οπότε το "αντί" του όρου έχει την έννοια ότι πας κόντρα σε κάτι που όντως υπάρχει. Πολύ πολύ χονδρικά ένα τέτοιο είδος "αντι-ουσιοκρατίας" είναι ο υπαρξισμός και ο υπαρξιστικός φεμινισμός λ.χ. της De Beauvoir. Δηλαδή υπάρχει κατά βάση ένα είδος γυναικείας "πραγματικότητας" ή "γεγονότητας" (facticité) ή "δεδομένου", το οποίο, όμως, οι γυναίκες μπορούν και καλούνται να υπερβούν. Ένα δεύτερο είδος ή γενιά "αντι-ουσιοκρατίας" βλέπει τις "ουσίες" ως καθαρά γλωσσικές κατασκευές που το αντίκρυσμά τους δεν είναι πραγματολογικά δεδομένα, αλλά μια θέληση του ανθρώπου να εξαντικειμενικεύσει μέσωι της γλώσσας για να βολευτεί. Νομίζω ότι λ.χ. για την φιλόσοφο Judith Butler, το φύλο είναι ένα συνεχές, το οποίο οι άνθρωπο πολύ αυθαίρετα επιλέγουν να τμηματοποιήσουν. Κάτι αντίστοιχο ίσως με αυτό που συμβαίνει στις ράτσες. Λέμε "μαύρος" και "λευκός". Αλλά υπάρχει ο "μάυρος" κατράμι της κεντρικής Αφρικής, υπάρχει κι ο πιο ελαφρύς, ο Αφρο-Αμερικανός, υπάρχει κι ο μιγάς, ο ερυθρόδερμος Ινδιάνος, ο μελαχροινός Μεσανατολίτης, ο Μεσογειακός, ο Βόρειος, ο ξεπλυμένος, ο κίτρινος, σαν να είναι όλο αυτό ένα συνεχές αποχρώσεων, που αυθαίρετα επιλέγουμε να πολώσουμε σε "μαύρο-άσπρο" μέσωι της γλώσσας. Και είναι πράγματι "μάυρος" ή καφετής? Είναι "λευκός" ή είναι μπεζ? Και μήπως τελικά υπάρχουν τόσες αποχρώσεις, όσοι είναι και οι άνθρωποι? Για την Judith Butler μάλλον κάτι αντίστοιχο ισχύει με τα φυλετικά γένη, τους άντρες και τις γυναίκες. Οπότε η "αντι-ουσιοκρατία" έγκειται απλώς στο να επισημαίνεις την αυθαιρεσία αυτής της γλωσσικής ψευδαίσθησης, και μόνο έτσι να επιτυγχάνεις την φυλετική υπονόμευση (gender subversion).

Μακρυγόρησα, επειδή το θέμα είναι ένα από τα προσφιλή μου. Τελικά, κάτι παρόμοιο δεν συμβαίνει και με τον έρωτα? Λέμε "είμαι ερωτευμένος", "έχω σχέση", αλλά μήπως υπάρχουν τόσοι έρωτες και σχέσεις όσοι και άνθρωποι, ή μάλλον περισσότερες? (Και πολλές φορές επιλέγουμε να ομογενοποιήσουμε όλες αυτές τις "σχέσεις" κάτω από μια γενική κατηγορία "σχέση" ή "έρωτας", απλώς και μόνο για να βολευτούμε, για να νιώσουμε λίγο πιο πετυχημένοι, λίγο πιο όμοιοι με τους άλλους, λίγο λιγότερο ανήσυχοι, όπως ο Doug της ταινίας)... Αφού όπως λέει κι η Τristana στην ομώνυμη ταινία του Bunuel "στην πραγματικότητα ούτε δύο στάλες νερό δεν είναι ίδιες"!

Η Τριστάνα με τις μετα-στρουκτουραλιστικές ατάκες!

3 σχόλια:

kioy είπε...

Πολύ όμορφη η ανάλυση σου...
Η ταμπελοποίηση είναι μια νόσσο της εποχής. Είναι βολική και εύχρηστη για μερικούς, έτσι νομίζουν, όσο και αν σκοντάφτουν διαρκώς στις εσφαλμένες τυος θεωρήσεις. Αλλά ακόμα και εκεί η ταμπέλα ατυχία παραμονεύει.

Πάντως νομίζω πως στην ίδια κλίμακα, κινείται και η αντικειμενικοποίηση του υποκειμενισμού. Που οχυρώνει τους ανθρώπους και τους αποτρέπει μια πιο εμβαθή παρατήρηση. Και έτσι γίνονται δυσδιάκριτα πράγματα όπως το συνεχές που αναφέρεις... Σχεδόν τα πάντα είναι καταστάσεις που κινούνται σε ένα πολλές φορές άνευ ορισμού συνεχές!Την καλημέρα μου!

lafkadio είπε...

Και την δική μου καλημέρα!
Περί τύχης και ατυχίας. Υπάρχουν άνθρωποι που λένε για κάποιον: "Αυτός είναι τυχερός"! Εννοώντας ότι είναι πάντα τυχερός, ότι είναι τρόπον τινά γεννημένος τυχερός. Πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει την έκφραση: "Εσύ πρέπει να παίξεις Τζόκερ/Λότο/λαχείο. Είσαι πολύ τυχερός!". Η οποία είναι το άκρον του παραλογισμού, αλλά δείχνει έτσι την κακή πίστη που ελλοχεύει και σε άλλες εξαντικειμενικεύσεις και ταμπελοποιήσεις μας, πιο ύπουλες.

lafkadio είπε...

Και μιλώντας για ύπουλες ταμπελοποιήσεις.

Δεν είμαι σίγουρος αν κατάλαβα την παρατήρησή σου περί υποκειμενισμού. Αλλά ήθελα να σημειώσω ότι υπάρχει και ένας δογματικός σκεπτικισμός. Δηλαδή να είσαι εκ των προτέρων σκεπτικιστής και να μην αλλάξεις την στάση σου αυτή ακόμη κι αν τύχει να υπάρχουν επαρκείς λόγοι για να πάρεις μια θέση. Μού 'χει τύχει με φίλους που θέλουν να προβάλουν για τον εαυτό τους το ίματζ του επιστημονικού νοός, του απροκατάληπτου κτλ να τους δίνεις επαρκή στοιχεία για να γνωρίσουν κάτι και να λάβουν θέση και αυτοί να επιμένουν στον αφετηριακό τους σκεπτικισμό.

Να προσθέσω και ένα παράδειγμα από την ταινία. Λέμε πολλοί για το "τρίο" ή, όπως εγώ, για το "menage a trois". Ήταν, όμως, όντως τρίο? Σε πολλές φάσεις της ταινίας δεν είμαι σίγουρος αν θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε έτσι. Υπήρχε μια ΜΕ που γύρισε πίσω χωρίς να πει ξεκάθαρα τι θέλει, ενάς ΧΑ που δεν ήξερε τι ήθελε, και μια Κριστίνα που επίσης δεν ήξερε τι ήθελε. Υπήρχαν κάποιες φάσεις επίσης αυθόρμητες. Δεν καθήσανε ποτέ να αποφασίσουνε ότι εμείς οι τρεις θα είμαστε τρίο, όπως όταν κάποιος κάνει ερωτική εξομολόγηση ή πρόταση γάμου, για να χαριτολογήσω και λίγο. Οπότε μήπως και αυτό που έκανα εγώ στο ποστ μου, να επιμείνω στο θέμα του τρίο, συγκρίνοντάς το με άλλα διάσημα τρίο από την ιστορία και λογοτεχνία είναι μια ταμπελοποίηση? Βασίστηκα, βέβαια, στην θεωρία περί "αλατιού", που έδειχνε ότι κάπου ο ΧΑ κι η ΜΕ την έβρισκαν με αυτήν την κατάσταση. Αλλά ήταν οπωσδήποτε μια ασταθής ισορροπία, που όταν την ονομάσουμε "τρίο", πάλι ίσως την παγιώνουμε αυθαίρετα...