20/10/08

Vicky Cristina Barcelona (2008) (19 στα 20)

H Vicky...

Υπόθεση

Η Cristina (Scarlett Johanson) δεν ξέρει ακριβώς τι θέλει (από τον έρωτα, την ζωή), αλλά ξέρει πολύ καλά τι δεν θέλει. Η Vicky πάλι (Rebecca Hall) ξέρει λεπτομερώς τι θέλει, ή έτσι νομίζει. Η Barcelona είναι ο οιονεί τουριστικός τους προορισμός, όπου θα περάσουν μερικούς μήνες σπουδάζοντας, ερευνώντας, γνωρίζοντας. Όπου θα τους βρει ο γοητευτικός πέφτουλας ζωγράφος Juan Antonio (Javier Bardem ασφαλώς), και αναπόδραστα και η σφοδρή πρώην γυναίκα/εσαεί μούσα του Maria-Elena (Penelope Cruz, πάλι ασφαλώς).

Σχόλιο
Αμερικανικός τουρισμός στο ισπανικό πάθος. Λειτουργεί και σ’ αυτήν την ταινία του W. Allen πολύ καλά η μετααφήγηση. Ο Woody ως δημιουργός-τουρίστας επιλέγει τον επόμενο προορισμό της δημιουργικής του νομάδευσης με διττή διάθεση: Αφενός ως Vicky που πάει σίγουρη για τον εαυτό της με αστραφτερή πλην εύθραυστη πανοπλία βεβαιοτήτων. Αφετέρου ως Cristina που πάει για να πειραματιστεί με το εκπληκτικό που διαισθάνεται προληπτικά ότι θέλει, έχοντας εκ των προτέρων εντοπίσει μόνο το αποβλητέο. Αμφιθυμία και στη γλώσσα της ταινίας: Ο Juan Antonio επιμένει στην Maria Elena να μιλάει αγγλικά ώστε να καταλαβαίνουν όλοι, πλην εκείνη τον χαβά της, φλογερά κι εριστικά ισπανικά, προς τέρψη επίσης όλων, φαντάζομαι. Εν ολίγοις, συντονίζεται ειρωνικά η δραματική στάση των ηρωιδών με τον τρόπο της αφήγησης, τη ματιά και την διάθεση του σκηνοθέτη τους.

Η απουσία του κλασικού χαρακτήρα «νευρωτικού Woody Allen», (που είτε παίζεται από τον ίδιο, είτε από άλλον, λ.χ. Keneth Branagh στο Celebrity), στην οποία απουσία συνηθίσαμε πλέον στις «τραγωδίες», αλλά νομίζω όχι στις κωμωδίες του (?), λειτουργεί ευεργετικά. Ο Woody καταφέρνει να πλάσει σε μεγάλο βάθος τουλάχιστον τέσσερις πολύ διαφορετικούς ψυχισμούς και τα ποικιλότροπα ménages τους à 3 ή 4 ή 5 κ.ο.κ. Η ταινία είναι μια εξαιρετική ματιά στις σύγχρονες σχέσεις που κανείς δεν πρέπει να χάσει!

Προσωπικά, ένιωσα απόλυτη εμπάθεια (empathy), ή και ταύτιση με τον Juan Antonio. Εντάξει, μπορεί να μην έχω τον επιβαλλόμενο σωματικό όγκο του Bardem ή την αύρα του «Λατίνου εραστή», αλλά διαθέτοντας ένα παρόμοια κακομούτσουνο παρουσιαστικό, δικαιούμαι να εξηγηθώ. Ο Juan Antonio είναι ο άνδρας που έχει τσουρουφλιστεί από έναν μεγάλο έρωτα και προσπαθεί να επαλείψει τα εγκαύματα με εύπλαστες ακόμη πιτσιρίκες («τουρίθτας αμερικάνας», όπως τον καταγγέλει με σπαρταριστό ισπανικό ψεύδισμα η Maria Elena). Ας πούμε, για να δραπετεύσει από την κόπωση, από την εξουθενωτική ανακύκλιση των ίδιων τσακωμών, του ίδιου πάθους έως μαχαιρώματος (!), που καθιζάνει ωστόσο στο ίδιο τελματωμένο βραχυκύκλωμα. Οπότε μπαίνει ο χριστιανός στο δίλημμα: Να δώσει διέξοδο προτιμώντας την Cristina?

H Cristina...

Tην
would be Maria Elena, που έχει το δυναμικό να καλλιεργηθεί σε κάτι εξίσου ισχυρό με την Μούσα? (Είναι πιθανόν άλλωστε στην Cristina να αναζητά ο Juan Antonio την Maria Elena, όπως του επισημαίνει η τελευταία). Ή μήπως είναι πιο σώφρον να «αλλάξει κατηγορία» και να κατευθυνθεί προς την κατά τεκμήριο διαφορετική έως συμπληρωματική Vicky? Η τελευταία επιλογή, μάλιστα, ύστερα από τέτοιο κόλλημα με την Maria Elena, θα φάνταζε σχεδόν ως κατόρθωμα, γι’ αυτό και ο Juan Antonio το καμαρώνει διηγούμενος στην πρώην. Από την άλλη, ο J. A. έχει μάλλον προσαρμόσει όλον τον εαυτό του στην Μ. Ε. και όταν είναι με την Vicky υπάρχει μια αφετηριακή τουλάχιστον αμηχανία ότι είναι σαν να ανήκουν σε διαφορετικούς κόσμους, σαν να μην υπάρχουν κοινοί τόποι αμοιβαίας ελκτικής εμπλοκής. Αυτός ο διαρκών μετεωρισμός του J. A. ανάμεσα αφενός στο déjà vu, το could be, και αφετέρου στο what if αποτελεί και το εξαιρετικά επιτυχημένο στημόνι της πλοκής και των κωμικών απροόπτων. Είναι γνωστό βέβαια ότι ο καλύτερος τρόπος να λύσεις ένα δίλημμα είναι να πραγματώσεις και τα δύο σκέλη του, (άλλωστε ο J. A. επιμένει ότι είναι ειλικρινής όταν λέει ότι εξαρχής του αρέσουν και οι δύο), πλην δημιουργεί περιπλοκές. Που γίνονται εξόχως κωμικές, ιδίως όταν ο μέχρι πρότινος τολμητίας πέφτουλας φανερώνεται ως ένας άνδρας μάλλον αδύναμος (σημεία των καιρών?), στοιχειωμένος ή σχεδόν ψαρωμένος από την πρώην (Μ. Ε.), την οποία άλλωστε εξαρχής δεν παραλείπει να αναφέρει σε κάθε ευκαιρία. Γιατί η Μ. Ε. δεν είναι απλώς η Μούσα του, είναι και ο Πυγμαλίων του, με αντιστροφή των φυλετικών ρόλων, είναι αυτή που τον έκανε καλλιτέχνη, δημιουργό, προσωπικότητα, (ας πούμε ένα είδος Mileva Maric για τον Einstein), ή ένα είδος μαμάς, της οποίας ο J. A. παραμένει μαμάκιας στις επόμενες σχέσεις του. Προς τιμήν του, πάντως, ο J. A. διεκπεραιώνει τουλάχιστον τους διαλόγους του και με τις τρεις γυναίκες με υποδειγματική ειλικρίνεια, σημείο μάλλον κι αυτό των καιρών.

Εστίασα στον J. A., γιατί προς αυτόν νιώθω εμπάθεια, αλλά εξίσου δουλεμένοι είναι και οι γυναικείοι χαρακτήρες. Προς το παρόν, αυστηρά προς όσους έχουν ήδη δει την ταινία, να θέσω τρεις ανοιχτές απορίες, άμα έχει κάποιος όρεξη να απαντήσει…
...και η Barcelona...


Spoiler warning. Προσοχή, αποκαλύπτονται στοιχεία και το τέλος της πλοκής

1. Κάτι καινούργιο που αποκόμισα από την ταινία είναι ο τρόπος που βλέπει το ménage à trois. Παρουσιάζεται σαν η σχέση του J. A. με την M. E. να είναι πολύ καλή, πλην να της λείπει, εν είδει χημείας, ένα εκ πρώτης πολύ μικρό, σχεδόν ασήμαντο στοιχείο, ας πούμε το αλάτι, το οποίο όμως θα την άρμοζε τέλεια. Αυτό το στοιχείο το προσφέρει το τρίτο πρόσωπο, εν προκειμένωι η Cristina. Ας πούμε μια ισορροπία, έναν ρεαλισμό, μια πραγματωσιμότητα, μια αίσθηση της πραγματικότητας. Από την άλλη, η Cristina προσφέρει ένα νέο πρόσωπο, οιονεί αντικείμενο για κοινό πλάσιμο από τον JA και την M.E, για παιδαγωγική εξαγωγή των δυνατοτήτων του (λ.χ. ταλέντο στην φωτογραφία), και το οποίο μπορεί να απορροφήσει ίσως το περίσσευμα της ενέργειάς τους, με τρόπο που να αποφεύγεται το βραχυκύκλωμα της πρότερης δυαδικότητας. Λίγο πολύ το νέο πρόσωπο του ménage à trois καλείται να παίξει έναν ρόλο που σε ορισμένα ζευγάρια τον παίζει η γέννηση ενός παιδιού. Ας πούμε αντί να κάνεις ένα μωρό, την πέφτεις σε ένα μωρό. (Παρεμπιπτόντως, ο τρόπος που η Cristina λειτουργεί λυτρωτικά για το ζευγάρι ως απορροφητήρας περισσευούμενης ενέργειας μου θυμίζει το παλαιό επιχείρημα κάποιων καλοθελητριών πεθερών, μανάδων κτλ. ότι η λύση για ένα ζευγάρι που έχει πρόβλημα είναι να κάνει ένα παιδί, που θα πέσει όλη η ενέργεια πάνω του). Ωστόσο, η έκβαση του ménage à trois προκαλεί μάλλον απαισιοδοξία. Η Cristina τελικά μάλλον λειτουργούσε ως bumper, ως αντι-στρές μπαλάκι. Τελικά, φεύγει από το ménage, μάλλον επειδή συνεχίζει, όπως και στην αρχή του έργου, να ξέρει πολύ καλά τι δεν θέλει. (Βέβαια, και με τα πραγματικά παιδιά δεν συμβαίνει τίποτα καλύτερο, απλώς η διαδικασία κρατάει δεκαοχτώ χρόνια, αντί για τέσσερεις μήνες). Νισάφι, πιθανόν δεν είναι αυτή η παιδαγωγική δυναμική το μόνο ή το καίριο, αλλά σε κάθε περίπτωση το άνοιγμα προς τον τρίτο αναδεικνύεται ως αποφόρτιση και βαθύτερη άρμοση του ζευγαριού.

Μου θυμίζει την κλασική πλέον περίπτωση ménage à trois, του J.P. Sartre, της Simone de Beauvoir και της Olga Kozakiewicz, και το πώς η Simone de Beauvoir δίνει έναν απολογισμό μάλλον αποτυχίας. Το τρίτο πρόσωπο μάλλον δεν μπορούσε να έχει πρόσβαση στην ειλικρίνεια και αμοιβαιότητα των δύο. Με τους φιλοσοφικούς όρους του Sartre (δανεισμένους από την σχολαστική μεταφυσική) η σχέση των δύο παρέμενε η αναγκαία σχέση (necessaire), ενώ η σχέση με το τρίτο πρόσωπο παρέμενε η ενδεχόμενη σχέση (contingente). Το τρίτο πρόσωπο λειτουργούσε μάλλον ως εκτονωτής της παιδαγωγικής διάθεσης (έντασης) των δύο.

Εν ολίγοις, η απορία είναι: Πώς σας φαίνεται η οιονεί χημική θεωρία του ménage à trois από τον Woody? Ήτοι ότι το τρίτο πρόσωπο μπορεί να προσθέσει το μικρό αλλά καταλυτικό στοιχείο που θα καταφέρει να εξισορροπήσει τους δύο στην τρέλα τους και ίσως να τους οδηγήσει στην αρμονία? Από την άλλη, ο τελικός πεσιμισμός της ταινίας ως προς το θέμα του ménage à trois είναι μονόδρομος? Υπάρχει happy (Hollywood) ending για τα ménage à trois ? Και τελικά τι είναι το «αλάτι» της Cristina? Είναι η αίσθηση της πραγματικότητας, η παιδαγωγική δυναμική, ή μήπως κάτι άλλο?
Guest star (στην κυριολεξία) η Maria-Elena

2. Μια που μιλάμε για πεσιμισμό, ήταν πεσιμιστικό το τέλος της ταινίας? Έγινε κύκλος, ειρωνικά ο αφηγητής κλείνει την ταινία με τις ίδιες φράσεις με τις οποίες και την άρχισε (λ.χ. ότι η Cristina δεν ξέρει τι θέλει, αλλά ξέρει καλά τι δεν θέλει). Που μπορεί και να εκληφθεί, όπως υπαινίχθηκα στην αρχή, και ως μετααφήγηση, ότι ο Woody Allen φεύγει από την Barcelona, χωρίς να αφήσει τον εαυτό του εκεί. Στο μεταξύ, οι κοπελιές εμφανίζονται να έχουν τελείως ξεπεράσει τον J.A. μέχρι αδιαφορίας, μέχρι να λέει η μία ότι μετά χαράς θα τον είχε παραχωρήσει στην άλλη, αν είχε εξαρχής υποπέσει στην αντίληψή της το τρίγωνο. Τι συνέβη τελικά? Μέσα από όλες αυτές τις εμπειρίες ξαναγυρίσανε ακριβώς στο ίδιο σημείο της αφετηρίας, χωρίς να τους αλλάξει η καινούργια εμπειρία? Κάτι μάλλον απαισιόδοξο, δηλαδή δεν αλλάζουμε με τίποτα, ό,τι μας είναι γραφτό/χαραγμένο μένει απαράλλακτο με περιστασιακές μόνο παρεκκλίσεις. Ή μήπως πρόκειται για κυκλική στροφή και επάνοδο αλλά σε ανώτερο σημείο της σπείρας? Δηλαδή, κάπως πιο αισιόδοξα, ότι μας αλλάζουν, μας ωριμάζουν οι εμπειρίες? Προσωπικά, η ποιότητα της «ωρίμασης» που φάνηκε στο τέλος της ταινίας μάλλον με απογοήτευσε, με την έννοια ότι αποβλήθηκαν τα στοιχεία της έκπληξης. Αλλά δέχομαι και εναλλακτικές απόψεις. Τελικά τι είναι ο Woody? Γερομίζερος ή αιώνιος έφηβος?

3. Και για να περάσουμε στο κουτσομπολιό. Έβαλε κάπου ο Woody Allen τον εαυτό του? Έχει ο Woody την δικιά του Maria Elena? Είναι ο Juan Antonio ένας updated Woody? Μέσα σε όλη αυτήν την διασπορά, μπορούμε να εντοπίσουμε κάπου αυτόν τον γνωστό, κλασικό γουντυαλενικό χαρακτήρα?

Δεν υπάρχουν σχόλια: