Η πιο υπαρξιακή ταινία που έχω δει εδώ και πολύ καιρό!!!
O Gus Van Sant έχει επίτηδες αυτό το στυλ που του προσάπτουν όλοι, το οποίο είδαμε σε όλες τις πρόσφατες ταινίες του, και το οποίο θεωρώ ότι αποτελεί μια επιλογή που εκφράζει μια πολύ βασική υπαρξιακή τοποθέτηση. Η στάση του ήρωα του Gus Van Sant είναι ένα μούδιασμα, ένα πάγωμα ακινησίας απέναντι στις μύριες δυνατότητές του, οι οποίες όμως διατηρούν όλες έναν βασικά παράλογο χαρακτήρα. Ο ήρωας του Van Sant δεν είναι ο επαναστάτης, ή ο συγκρουσιακός, αλλά ο μουδιασμένος, που από αυτόν τον δισταγμό του μπορεί να φτάσει και στην απάθεια, ή και την νωχέλεια. Με μια φράση την οντολογική αυτή τοποθέτηση και το αίσθημα των ταινιών αυτών θα το έλεγα "υπαρξιακή μαστούρα". Μια μαστούρα, όμως, νηφάλια και αναληφθείσα.
Αυτό που εκτιμώ απεριόριστα στις ταινίες του είναι αυτό ακριβώς για τον οποίο τον κατηγορούν. Ότι δεν βάζει στις ταινίες του αιτίες. Γι' αυτό και οι ταινίες του δεν ακολουθούν κανένα νόμο πλοκής. Αρχίζουν περίπου <όχι ακριβώς> όπως άρχισαν, χωρίς εκτύλιξη, διαδραμάτιση, έκβαση. Είναι "mood movies" με την πιο υπαρξιακή έννοια του όρου. Η "ειρωνεία" τους, με την πρωταρχική έννοια του όρου ως "επιτηδευμένης έλλειψης" είναι ότι καταπιάνονται με θέματα που ακριβώς δημιουργούν στον θεατή την προσδοκία, την αξίωση, ή και την απαίτηση να φωτιστούν αιτίες, και ακριβώς όταν έχει οδηγήσει τον θεατή εκεί, ο Van Sant αίρει κάθε αιτία και κάθε έκβαση από το σκηνικό. Λ.χ. στο "Elephant" δεν υπάρχει καμία αιτία για την σφαγή των μαθητών του Columbine, όπως στο "Last Days" δεν εξαίρονται κάποιες αιτίες για τον θάνατο του Curt Cobain. Οι προηγούμενες, βέβαια, ταινίες με είχαν κουράσει αρκετά, ενώ στο Paranoid Park δεν βαρέθηκα ούτε στιγμή!
Εδώ ο Van Sant μας δείχνει την εφηβεία ως την πιο υπαρξιακή ηλικία, ως την αφύπνιση στα μεγάλα προβλήματα της ύπαρξης.
Υπάρχουν πάρα πολλές λεπτομέρειες της ταινίας που μου προκαλούν αμέριστο ενθουσιασμό.
Προειδοποίηση spoiler, Προσοχή αποκαλύπτονται στοιχεία και το τέλος της πλοκής.
Ας πούμε, ο φόνος είναι ακούσιος. Οπότε δεν έχουμε με την μετάνοια του φονιά, έχουμε ένα πολύ βαθύτερο "coming to terms with" με μια παράλογη σκιαχτική κατάσταση, θα έλεγα, με την φονικότητα ως πρωταρχικό όρο της ύπαρξής μας! Σ' αυτό ο Van Sant μου αρέσει πολύ περισσότερο από το "L'Etranger", όπου ο Camus τηρεί μια αμφιδύναμη στάση απέναντι στο παράλογο, και κάπου συνιστά και την ρήξη, την επανάσταση προς τον κόσμο. Από τη λογοτεχνία ο Van Sant μου θυμίζει περισσότερο τον Robert Musil, που είναι ο αγαπημένος μου συγγραφέας. Στο Μυθιστόρημα "ο 'Ανθρωπος δίχως Ιδιότητες" ο Musil παρουσιάζει έναν ήρωα, που μουδιάζει απέναντι στην απειρία των δυνατοτήτων του και τελικά αποφεύγει για τον λόγο αυτό να δεσμευτεί σε ο,τιδήποτε. Είναι ο "άνθρωπος του δυνατού". Κι έτσι το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται μέσα από διάφορα μικρογεγονότα, που ο αναγνώστης καλείται να θηρεύσει μόνος του τα όποια νοήματα, τα οποία μένουν σε κάθε περίπτωση τυχαία. H ταινία του Van Sant με συγκίνησε με το πώς από ένα τυχαίο γεγονός, σε βάζει αντιμέτωπο με το ότι όλα σ' αυτήν την ζωή μπορούν να συμβούν, οπότε τι κάνεις με τα γεγονότα για τα οποία είσαι ημι-υπεύθυνος? <Αυτό ήταν και το θέμα του Musil>. Το βλέπει άλλωστε κανείς και στην καθημερινή του ζωή, όταν από την ανοχή μας γινόμαστε ημιυπεύθυνοι σε πολλούς φόνους, λ.χ. στην οικολογική καταστροφή του πλανήτη, σε πολέμους όπως στο Ιράκ, στο δουλεμπόριο του traficking κ.ά. Πώς κάνουμε το "coming to terms with" με όλες αυτές τις ημιυπευθυνότητές μας στους φόνους, πάνω στους οποίους θεμελιώνεται η ύπαρξή μας?
'Αλλο που με ενθουσίασε ήταν η σνομπαρία με την οποία ο έφηβος αντιμετώπισε την πρώτη σεξουαλική του εμπειρία! Το βρήκα πραγματικά θεϊκό και με εκφράζει απόλυτα! Θεωρώ ότι για τον έφηβο, τουλάχιστον για τον έφηβο τον σωστό, τον έφηβο που σέβεται τον εαυτό του, το σεξ είναι μια πολύ δευτερεύουσα δραστηριότητα και απασχόληση. Βρίσκω φοβερά πληκτική όλη αυτήν την τεχνητή προσμονή που δημιουργείται απ' έξω και τελικά και από μέσα, ότι πρόκειται να γίνει τάχα κάτι σπουδαίο, και αυτήν την επικέντρωση ότι σε αυτήν την ηλικία θα γίνει αυτό κτλ. Με λίγα λόγια θεωρώ ότι στην πρώτη σεξουαλική εμπειρία δεν θα πρέπει να δίνεται μεγαλύτερη σημασία από ό,τι σε εμπειρίες, όπως το Δίπλωμα Οδήγησης ή οι Πανελλήνιες Εξετάσεις. Όλοι ξέρουμε ότι εκεί κάπου στα 18 πρέπει να δώσεις τις Πανελλήνιες και κάπου μετά να πάρεις και το δίπλωμα οδήγησης, αλλά κανείς δεν διανοείται να δώσει κάποια βαθύτερη προέκταση ή επένδυση. Είναι ο φόρος που πληρώνει ο 18άρης στην εκτύλιξη <φυσική ή επίκτητη> της ηλικίας του. Γιατί θα πρέπει να είναι διαφορετικά με το πρώτο σεξ? Και είχε τρελό γέλιο το πώς αντιμετώπισε η κοπέλα τη φάση, θύμιζε πολύ Ελληνίδα, αν και με πιο όμορφα χαρακτηριστικά.. Και είναι ενδεικτικό της υπαρξιακής στάσης του Βανσαντικού εφήβου όλη αυτή η παθητικότητα, η νηφαλίως μαστουρωμένη βαριεμάρα με την οποία αντιμετώπισε τη σχέση του, δεν έκανε κάποια επανάσταση απέναντι στη φύση του, ακολούθησε την φυσική <ή επίκτητη> ροή, αλλά χωρίς αυτές τις φριχτά πληκτικές συναισθηματικές δεσμεύσεις και επενδύσεις. Και είναι πολύ χαρακτηριστικό αυτών των ηρώων ότι συχνότατα παρεξηγούνται και μετά δεν κάνουν καμία προσπάθεια να άρουν την παρεξήγηση. Η κοπέλα του νόμιζε ότι το μόνο που ήθελε από αυτήν ήταν να την βάλει στο κρεββάτι και ότι την εκμεταλλεύτηκε! Πολύ γέλιο!
Ο έφηβος περισσότερο ενθουσιαζόταν και απασχολούσε την ύπαρξή του με την απόδραση στον κόσμο του Paranoid Park! Που είχε κάτι από την αφέλεια ή την ανοησία του παιδικού παιχνιδιού <άλλωστε ο έφηβος παραμένει εν πολλοίς ένα παιδί, οι δυο ηλικίες γειτνιάζουν>, αλλά και κάτι από την γοητεία της παρανομίας, στην πιο υπαρξιακή εκδοχή της, ως ο ταμπού ιερός χώρος, όπου η πλήξη του κόσμου των μεγάλων δεν δικαιούται να εισβάλει.
<'Αλλο θεικό ήταν η σνομπαρία με την οποία αντιμετώπισε το θέμα του διαζυγίου των γονιών του. Πράγματι! Υπάρχει κάτι πιο πληκτικό από την ιστορία του πρώτου σεξ και αυτό είναι οι στημένες ατάκες και οι στημένες συμπεριφορές που εμπλέκονται σε ένα διαζύγιο. Και όλη αυτή η αγωνία πώς θα το πάρουν τα παιδιά, ενώ τα παιδιά συνήθως έχουν τα ουσιαστικότερα κριτήρια>.
Το άλλο εξαιρετικό, είναι ότι ο έφηβος ΔΕΝ πιάνεται. Ο αστυνομικός είναι μέτριος, ούτε πολύ αυταρχικός, ούτε ανίκανος, ο Van Sant δείχνει ότι δεν θέλει να κάνει καμία επανάσταση ή κριτική καθεστώτος, όπως λ.χ. ο Camus, <ήταν βέβαια και λίγο διαφορετικά εκείνα τα χρόνια> και πάει πολύ πιο βαθιά!
Έχω την εντύπωση, αν και όχι με σιγουριά, ότι με μια τέτοια "μαστουρωμένη" αδιαφορία αντιμετωπίζει ο Van Sant και το θέμα του ότι είναι ο ίδιος gay. Δηλαδή, νομίζω ότι του προκαλούν πλήξη τα στερεότυπα και τα ομοφοβικά και τα ομοπανηγυρικά, και προτιμά να αξιοποιεί την ομοφυλοφιλία του στην αισθητική διάστασή της <όπως θα έκανα και εγώ στη θέση του>. Γιατί, κι αυτήν την συνήθεια την θεωρώ λίγο βαρετή. Γιατί θα πρέπει <από ένα επίπεδο ελευθερίας και πέρα μιλάω πάντα> οι gay να βγαίνουν "out in the open" με εξομολογήσεις κτλ. Καλύτερα να ανατραπεί μέσωι λιγότερο βαρετών μεθόδων, λ.χ. μέσωι της τέχνης ή της σκέψης, η όποια στερεοτυπική εξουσιαστική αντίληψη για το τι είναι "φυσικό", εντός πολλών εισαγωγικών>. Νομίζω ότι και ο Michel Foucault ήταν της ίδιας στάσης.
Να εξηγηθώ με την ευκαιρία, ως προς κάποιους όρους.
Αναιτιότητα:
Λένε πολλοί: "Η ταινία στο τέλος μοιάζει με "άσφαιρο όπλο". Ο Van Sant "έχει πολλά πράγματα να πει, αλλά δεν τα λέει". Εκεί που θα διαφωνήσω είναι στην αξιολόγηση ότι συχνά οι νέοι "περιφέρονται ζώντας χωρίς να ζουν". Για μένα η ζωή του 'Αλεξ, τουλάχιστο, είναι μια βαθύτερη, πιο ποιοτική ζωή.
Γιατί η "αναιτιότητα", η αμφισβήτηση, δηλαδή, μιας συνήθους αιτιακής σειράς, ή η διεκδίκηση πράξεων και συμπεριφορών αναιτίων, είναι ο θεικός σπινθήρας μέσα στον άνθρωπο, η μίμηση της θείας ελευθερίας. Γιατί ο Θεός είναι το προνομιούχο εκείνο Ον που είναι αναίτιο, και κατ' επέκταση "θέλει" και "πράττει" αναίτια. Στον 13ο αιώνα είχε ξεσπάσει μια μεγάλη φιλοσοφική κόντρα ανάμεσα στον Θωμά Ακινάτη, που έλεγε ότι ο Θεός πράττει κάτι επειδή είναι καλό, ως σύμφωνο με την θεία λογικότητα που διέπει ή ταυτίζεται με την ύπαρξή Του, και τον Duns Scotus που έλεγε ότι, αντίστροφα, κάτι είναι καλό, επειδή το θέλει ο Θεός. Κάπως έτσι εισήχθη η έννοια της "αυθαιρεσίας" στην φιλοσοφία, ως μια υπέρτατη θεία αρετή, ή πολύ περισσότερο ως ο θεικός τρόπος ύπαρξης! <Το όλο θέμα συνηρτάτο βέβαια και από την αυθαιρεσία ή όχι του μεσαιωνικού ηγεμόνα>. Αλλά γενικότερα, υπάρχει στο χριστιανικό/βιβλικό κοσμοείδωλο αυτή η αίσθηση της αναιτιότητας. Το βλέπει κανείς και στον διάβολο, ο οποίος ήταν ο Εωσφόρος, δηλαδή ένας πρωτοκλασάτος άγγελος, και ο οποίος θέλησε το κακό, ενώ ήταν αυτός που είχε την μεγαλύτερη δυνατή γνώση του Θεού και του καλού, όντας ο πλέων γειτνιάζων άγγελος μέσα στην θεία ιεραρχία. Αυτό είναι το "εωσφορικό" κακό, είναι το απολύτως αναίτιο κακό <στους αντίποδες της πλατωνικής θεώρησης του κακού ως λάθους ή άγνοιας>. Το "εωσφορικό κακό", το αναίτιο, το θίγει ο Van Sant στο "Elephant" κάνοντας μια πολύ υπαρξιακή ταινία, από το ίδιο θέμα από το οποίο ο Moore έκανε ένα πολύ καλό πολιτικοκοινωνικό ντοκιμαντέρ με πλήθος αιτιολογήσεων <αν και στο ντοκυμαντέρ ακόμη το πρόβλημα της αναιτιότητας υπήρχε>. Είναι το κακό το ανεξήγητο της μετά το 'Αουσβιτς εποχής, που κατακρημνίζει κάθε ιδεαλισμό. Πολύ περισσότερο από τον διάβολο, ο <βιβλικός> Θεός είναι το αναίτιο Ον που όταν "θέλει" ή "ενεργεί" δεν επιλέγει μεταξύ δεδομένων δυνατοτήτων, οσοδήποτε απείρων, αλλά δημιουργεί καινοτόμες δυνατότητες και ενέργειες, που δεν υπήρχαν "πριν" ως αιτιακά υποστρώμματα. Οι σχολαστικοί έθεταν παράδοξα ερωτήματα όπως "θα μπορούσε ο Θεός να φτιάξει μια πέτρα που δεν θα μπορούσε ο ίδιος να σηκώσει?", "θα μπορούσε ο Θεός να αμαρτήσει?", θα προσέθετα "θα μπορούσε ο Θεός να αυτοκτονήσει?". Μια απάντηση σε τέτοια ερωτήματα, η οποία να λαμβάνει υπ' όψη την υφή του βιβλικού Θεού, είναι κατά τη γνώμη μου, ότι ο Θεός θα μπορούσε ακόμη και να αυτοκτονήσει, και το ότι υπάρχει Θεός, αν κάποιος πιστεύει στην ύπαρξη Του, είναι ένα μη αναγκαίο, ένα συμπτωματικό (contingent) γεγονός, σύμφωνα με μια υπαρξιακή θεολογία <που δεν είναι πάντως ταυτόσημη με την "βουλησιαρχία" του Duns Scotus>.
Ομοίως, σε μια υπαρξιακή ανθρωπολογία, ο άνθρωπος διεκδικεί μια διατάραξη στην αιτιακή σειρά του κόσμου, η οποία να κάνει τις θελήσεις και τις πράξεις του θεικές, δηλαδή αναίτιες, "contingent", ή δωρεάν <"gratuit" είναι ο όρος του Sartre, που με διάφορες φιλοσοφικές αλχημείες προσπάθησε να βάλει την ανθρώπινη συνείδηση <όχι φύση> στη θέση του Θεού>. Δηλαδή διεκδικείται ότι κανένας αιτιακός παράγων δεν είναι συνθήκη αναγκαία ΚΑΙ επαρκής για ένα ιδιαζόντως ανθρώπινο φαινόμενο, ας πούμε θέλησης, ή και πράξης, ή για την τέχνη, το ποιητικό όραμα... Αυτή η διεκδίκηση διατάραξης των αιτιακών σειρών, ή ένα "πείσμα" να θέτεις τις όποιες αιτίες εντός παρενθέσεων, ή ένας "καημός" για δραπέτευση από τον αιτιακό κόσμο είναι ένα από τα αιτήματα της "αντιουσιοκρατίας" (anti-essentialism), που για μένα αποτελεί σύνθημα ζωής. Η αντιουσιοκρατία είναι μια στάση που εξ ορισμού δεν μπορεί να προσδιοριστεί θετικά, αλλά μόνο αρνητικά. Δηλαδή όχι από το τι είναι η ίδια, αλλά από το τι δεν είναι ή δεν θέλει να είναι. Έχει ως εχθρό της την πλήξη και την ανία των στερεοτύπων περί του τι είναι "φυσικό" και πάγιο. Ως εκ τούτου, έχει ως σκοπό της το παράδοξο, το καινοτόμο, το πρωτότυπο, το ανατρεπτικό, το οποίο, επειδή δεν μπορεί ως Θεός να το δημιουργήσει ''εκ του μηδενός" σε έναν ολοκαίνουργιο κόσμο, το αναζητεί σε μια διαβρωτική ανατροπή των υφισταμένων συνθηκών αυτού του κόσμου.
Αυτήν την αντιουσιοκρατία, που με συγκινεί περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο, νομίζω ότι την βρίσκω στην "αναιτιότητα" των ταινιών του Gus Van Sant, ο οποίος πεισματικά αρνείται να δει και να προσφέρει αιτίες. Κι έτσι κατά τη γνώμη μου, θεάται τον άνθρωπο ως ένα τελείως πρωτότυπο και μυστηριώδες ον, και μάλιστα τον "επαναστάτη χωρίς αιτία", ή μάλλον "μαστούρη χωρίς αιτία" έφηβο! Μια "μαστούρα" που δεν είναι ολίσθηση στην παραίσθηση, αλλά νηφάλια δέσμευση!
Είναι σαν το scateboard, όπου "αιθεροβατείς", έστω για ελάχιστα δευτερόλεπτα, γεύεσαι μια στιγμιαία υπερνίκηση της μονοτροπίας της φύσης, μόνο για να επανέλθεις μετά στις απαρέγκλιτες τροχιές της. Το "Paranoid Park" είναι ακριβώς αυτός ο ιερός εφηβικός τόπος των αιθεροβαμόνων σκειτμπορντάδων, του γούστου για "παράνοια", για φυγή και δραπέτευση. Και μετά, όταν αυτός ο κόσμος διασταυρώνεται τυχαία με το <ακούσιο> έγκλημα, επειδή η ζωή εκδικείται τους εφήβους, τότε κάπου χάνεται η "ανεμελιά", αρχίζει ο προβληματισμός και το "coming to terms with" με τις αποτυχίες, τις τυχαίες ενοχές, και όλα όσα σε στοιχειώνουν.
Εννοώ, πέρα από την συνηθισμένη έννοια του όρου, και μια σχιζοφρενική "απροσφορότητα συναισθήματος". Δηλαδή, να το πω παραφράζοντας το Ευαγγέλιο, να "κλαις μετά χαιρόντων", και να χαίρεσαι "μετά κλαιόντων". Αυτό εμένα με συγκινεί ως μια πρωτότυπη διατάραξη της αιτιακής σειράς, εξαιρετικά πρόσφορη για την καλλιτεχνική πρωτοτυπία, και ως κάτι που μας σώζει από τα βαρετά κλισέ. Και την "αναιτιότητα" που προσπάθησα να εκφράσω την θεωρώ σημαντική μόνο στο βαθμό που εκφράζει μια πολύ βαθιά "θεική" ελευθερία.
Εν ολίγοις, ορισμένες ταινίες που συνδυάζουν φαινομενικά άσχετα μεταξύ τους πράγματα στις ίδιες σεκάνς, όπως το συνηθίζει ο Van Sant, με γοητεύουν πολύ για την πρωτοτυπία τους. Και εδώ θα ανέφερα και τον Deleuze που κάνει μια παρόμοια θεωρία του κινηματογράφου. Αλλά δεν μπορώ να επεκταθώ άλλο.
Ως "αδιαφορία" εννοώ το να μην αντιδρά αμέσως το υποκείμενο σε ένα ερέθισμα του περιβάλλοντος, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργείται μια πάγια αιτιακή συνέχεια ανάμεσα σε ομοειδή ερεθίσματα και ομοειδείς αντιδράσεις. Να υπάρχει μια βαθιά συναίσθηση του παραλόγου, τέτοια ώστε να κάνει εξίσου παράλογη μια άλφα αντίδραση με μια βήτα... Οπότε γιατί να αντιδράσει κάποιος έτσι και όχι αλλιώς? Αυτή η "αδιαφορία" έχει την αρνητική όψη της, αυτό που πολλοί το περιγράφουν ως "αποξένωση" κ.τ.ό.
Αλλά έχει και την θετική όψη: Την πρωτοτυπία, την καινοτομία.
Θα έλεγα ότι είναι κάτι σαν αυτό που λέμε "πόρωση"!
Λέμε και "ηθική πόρωση", "συναισθηματική πόρωση" κι έτσι δίνουμε μια σαφώς αρνητική χροιά.
Αλλά λέμε και "καλά, ε, πόρωση", όπως στην παλιά διαφήμιση της Pepsi, για να δηλώσουμε την παράλογη και γι' αυτό πρωτότυπη συναρπαγή και υπέρβαση, μέσωι μιας παράλογης εμπλοκής με ένα αντικείμενο, ένα, θα έλεγα, φετίχ.
Μου φαίνεται ότι το "Paranoid Park" είναι ένα τέτοιο φετίχ, μια τέτοια πόρωση. Και εγώ δεν αισθάνθηκα καθόλου τους εφήβους της ταινίας ως αποξενωμένους, αλλοτριωμένους κ.τ.λ. Μου φαίνονται έφηβοι πορωμένοι, και με αυτή την έννοια θα ήθελα πολύ κι εγώ να είμαι ένας "πορωμένος έφηβος"
<Παρένθεση: Εξάλλου, ακόμη και η "απάθεια", η "αλλοτρίωση" που θα μπορούσε κανείς να την πει και "ετερότητα", η "αποξένωση" που θα μπορούσε να την πει κανείς και "ξενιτεία", έχουν μια διττή, αρνητική και θετική χροιά, για μένα εντέλει περισσότερο θετική παρά αρνητική>...
Και αυτό που περιέγραψα ως "αδιαφορία" έχει περάσει από πολλούς ιδιοφυείς σκηνοθέτες στον τρόπο με τον οποίο γίνεται σήμερα το σινεμά, δηλαδή στη δομή της ίδιας της κινηματογραφικής τέχνης, και όχι μόνο στην αφήγηση της ιστορίας. Από τους πρώτους είναι ο David Lynch, ίσως κι άλλοι, <ο Deleuze θα έφτανε να το αναγάγει ως τον Eisenstein και τον Resnais!>, και από τους τελευταίους <και καταιδρωμένους?> είναι και ο όψιμος Van Sant. <Ίσως και ο Βela Τarr?>. Και αυτό είναι μια μεγάλη συζήτηση που, μοιραία, θα την αφήσω για άλλη φορά...
2 σχόλια:
poli kali tainia, an kai o kosmos genika den tin katalave...
Χαίρομαι που συμμερίζεσαι το γούστο μου! Πρέπει να συσπειρωθούμε όλοι οι cineνοχοι αιθεροβάμονες παρανοϊκοί και να ανοίξουμε ένα Paranoid Park Fan Club! Απαραίτητα εξαρτήματα το scateboard και το ανάποδο καπελάκι...
Δημοσίευση σχολίου