19/10/08

No Country for Old Men (2007) (17 στα 20)

Πού πας καημένε Καραμήτρο!...


Υπόθεση


ΣτοΤέξας του 1980, ο κυνηγός Llewelyn Moss ανακαλύπτει μια βαλίτσα με δύο εκατομμύρια δολάρια σε ερημικό τόπο, όπου πολλοί διακινητές ναρκωτικών κείνται νεκροί ύστερα από μια συναλλαγή που στράβωσε. Αποφασίζει να μην παραδώσει τα λεφτά, αλλά έτσι θέτει στα ίχνη του τον serial killer Anton Chigurh, καθώς και τον διαρκώς αργοπορημένο σερίφη Ed Tom Bell. Κούρσα θανάτου, (που μπορεί να συγκριθεί μόνο με την "βουβωνική πανώλη"), με δρομείς έναν τσαμπουκαλεμένο πλην ανθρώπινο (φευ) βετεράνο του Βιετνάμ, έναν φιλόσοφο serial killer που φαίνεται να ακολουθεί μόνο τις επιταγές μιας δικής του μακάβριας λογικής, κι έναν στωικό loser σερίφη που δεν μπορεί παρά να παραδέχεται μοιρολατρικά ότι "this is no country for old men"...

Σχόλιο

Βλέποντας το “No Country for Old Men” ένιωσα σαν να βλέπω μια τσόντα με φόνους αντί για σεξ, ένα hard-core πορνό της φονικότητας. Μου δόθηκε η εντύπωση ότι όπως ένας σκηνοθέτης τσόντας προσπαθεί με μάλλον εγκεφαλικό τρόπο να σκεφθεί πόσες πιθανές στάσεις, βίτσια, τρόποι κτλ του σεξ υπάρχουν, ώστε να τα χωρέσει όλα σε μια ταινία, και να μην μπορεί ποτέ να κατηγορηθεί ότι υπήρχε κάτι που θα μπορούσαν να το κάνουν οι πρωταγωνιστές του και δεν το έκαναν, έτσι και οι McCarthy (ο συγγραφέας του μυθιστορήματος) και οι αδελφοί Cohen προσπάθησαν να σκεφθούν ποιες πιθανές «στάσεις», «βίτσια» και τρόποι φόνου μπορούν να υπάρξουν, ώστε να τα χωρέσουν όλα στην ελεγεία (που λέει κι ο Μήτσης του "Αθηνοράματος") του μηδενισμού, που μας ετοίμασαν. Κι όπως (συνήθως) δεν νιώθεις έρωτα βλέποντας μια τσόντα, ούτε κι εγώ ένιωσα τραγικότητα βλέποντας τους 24 φόνους του Chigurh (ναι, τους μέτρησα, ίσως και να πέφτω λίγο έξω).

Η συναρπαγή που βίωσα βλέποντας την ταινία ήταν καθαρά εγκεφαλική. Σαν τον εντυπωσιασμό, όταν ξεφυλλίζω εγχειρίδια Kama Sutra, κι απορώ από την ποικιλία που μπορεί να προσδώσει η εμμονή της ανθρώπινης εφευρετικότητας σε μια πεπερασμένη βασικά βιολογική πράξη… Ή σαν την εγκεφαλική ηδονή που μου προσφέρουν τα μυθιστορήματα του Μαρκησίου De Sade με την εμμονή τους να επιτύχουν το ne plus ultra της διαστροφής. (Παρέκβαση: Η ταινία μου θύμισε ένα κείμενο του Roland Barthes που παρομοίαζε παραδοξολογικά τον μαρκήσιο De Sade με τον ιδρυτή του τάγματος των Ιησουιτών Ιγνάτιο Loyola και με τον ουτοπικό κοινωνιολόγο Charles Fourier. Η ιδέα ήταν ότι η εγκεφαλικότητα με την οποία ο De Sade κατηγοριοποιούσε τις σεξουαλικές διαστροφές ήταν εξαιρετικά συγγενής με την ταξινόμηση από τον Ιγνάτιο Loyola των ψυχωφέλιμων λογισμών για τη σωτηρία της ψυχής ή από τον Fourier των κοινωνικών παθολογιών και των ουτοπικών ιάσεών τους. Και στις τρεις περιπτώσεις πρόκειται για μια «ηδονή» της εγκεφαλικότητας, για μια ηδονή από την δυνατότητα να χειρίζεσαι και να ελέγχεις, να κατέχεις πλέον σε κουτάκια κατηγοριοποιήσεων τα αίσθηματα που λίγο πριν εμφανίζονταν ως τα πλέον ανεξέλεγκτα και υπονομευτικά της τάξης, όπως το σεξουαλικό «παρά φύσιν», η θρησκευτική έκσταση, ή ο ριγηλός σεισμός της κοινωνικής επανάστασης).

Μου φάνηκε ότι οι McCarthy και αδελφοί Cohen κάνουν κάτι αντίστοιχο: Στήνουν ένα εγκεφαλικό παίγνιο γύρω από το ποια μπορεί να είναι τα διαφορετικά «βίτσια» και «στάσεις» του φόνου. Τελικά έτσι η απαρηγόρητη τραγωδία του φόνου απομυθοποιείται, κατευνάζεται, γίνεται αντικείμενο εγκεφαλικού χειρισμού, που προσπορίζει ανάλογη εγκεφαλική «ηδονή», και κατ’ επέκταση σατιρικής χλεύης. Ο θεατής μαθαίνει να ελέγχει την πρώην απρόβλεπτη φονικότητα, να την χειρίζεται, να την κατακτά, κι είναι αυτό που του χαρίζει μια ηδονή της δύναμης, όπως και στους De Sade, Loyola και Fourier. Η αντίδραση μου σε κάθε προιόντα φόνο του Chigurh έφτασε να είναι ένα «σκεπτόμενο», αλλά τρανταχτό γέλιο, όπως ύστερα από ένα πετυχημένο διανοούμενο αστείο, έναν «witticism», που λένε κι οι Άγγλοι. Και εντέλει, όπως σε μια τσόντα οι δυνατές σεξουαλικές στάσεις κάποια στιγμή εξαντλούνται και μετά την απέλπιδα εμμονή της ανθρώπινης εφευρετικότητας παραμένει επανερχόμενη η ίδια αρχική ανία, έτσι και στην ταινία των Cohen τελικά έπληξα, καθώς αδυνάτησα να εμπλακώ συναισθηματικά.

Ο Chigurh είναι ένας φιλόσοφος φονιάς. Ουδέποτε με έπεισε ότι θα μπορούσε να είναι ένας πραγματικός «psycho» serial killer βγαλμένος από το “real life”. Απ’αρχής μέχρι τέλους μου φάνηκε ως ένα πλάσμα της φιλοσόφου όρεξης του Cormac McCarthy, ένας αγωγός ενός φιλοσοφικού παιγνίου για το τι σημαίνει ο μηδενισμός σήμερα. Η συμπεριφορά του δεν οφείλεται σε ανεξέλεγκτη αιμοδιψία, αλλά στους δικούς του sui generis κανόνες, στην δικιά του ιδιάζουσα λογική, όπως τονίζεται ρητά στην ταινία από τον Carson Wells, στην οποία παραμένει συνεπής με αδήριτη αναγκαιότητα. Βαριέται αφόρητα την κοινοτοπία στις ανθρώπινες αντιδράσεις, και μάλιστα γίνεται τιμωρός της, κι έτσι αναλαμβάνει τις διαστάσεις ενός αντι-ουσιοκρατικού υπαρξιστή ήρωα. (Ως «αντιουσιοκρατία» μεταφράζω τον αγγλικό όρο «anti-essentialism», που σημαίνει την δέσμευση να αντιτίθεσαι σε κάθε είδους αντιλήψεις και πρακτικές που ανάγουν τους ανθρώπους σε αμετάβλητες «ουσίες» (λ.χ. «θηλυκότητας», «ελληνικότητας», «μεσογειακού ταμπεραμέντου», «σλαβικής ψυχής», «αντρίκιας συμπεριφοράς» κ.ο.κ.) και έτσι τους δεσμεύουν σε κοινότοπες συμπεριφορές. Ο «αντιουσιοκρατικός» ήρωας είναι αυτός που συμπεριφέρεται σε κάθε περίσταση- και ιδίως στις ακραίες, όπως ο θάνατος, ο έρωτας, ο φόνος-, αντίθετα από ό,τι θα αναμενόταν). Ο Chigurh εξιτάρεται από το να θέτει τους ανθρώπους στην ακραία κατάσταση του μελλοθάνατου και να επιβεβαιώνει ότι οι αντιδράσεις τους είναι οι τετριμμένες, οι πεπατημένες, ότι αποτυγχάνουν να αρθούν πάνω από την κοινοτοπία της μοίρας τους.


SPOILER warning: Προσοχή αποκαλύπτονται στοιχεία και το τέλος της πλοκής

Για να εξηγηθώ λίγο πιο συγκεκριμένα, ιδού ορισμένα από τα «βίτσια» και τις «στάσεις» της φονικότητας που παρουσιάζονται στην ταινία:

Φόνος άγνωστων, άσχετων ανθρώπων. Και για τη μοίρα τους αποφασίζει το κορώνα-γράμματα ενός κέρματος. Παντοκρατορία της τυχαιότητας, η πεμπτουσία του μηδενισμού που επαγγέλλεται ο McCarthy. Πάντως, ο Chigurh μένει πιστός στο παίγνιο τυχαιότητας που ο ίδιος θέτει ως άγγελος του μηδενισμού και δεν σκοτώνει όποιον πόνταρε στη σωστή πλευρά του κέρματος.

Ο Llewelyn, ο τρόπον τινά good guy της ταινίας, ο ανθρώπινος ήρωας, σκοτώνεται στο απόγειο της ξευτίλας, όταν υποκύπτει στην πλέον κοινότοπη ερωτική παγίδα. Ο Chigurh του υφαρπάζει την όποια διεκδίκηση ηρωισμού, αντρίκιας συμπεριφοράς. Γενικά ο Llewelyn ηττάται από την εκάστοτε «ανθρωπιά» του, είτε πρόκειται για την απόφασή του να μετανοήσει και να γυρίσει στον τόπο του εγκλήματος για να προσφέρει νερό στον μελλοθάνατο, τον οποίο είχε προηγουμένως αντιπαρέλθει, είτε πρόκειται για την υπόκυψή του στον θηλυκό πειρασμό, στον οποίο είχε προηγουμένως αντισταθεί. Θριαμβεύει, επομένως, ο αδίστακτος Chigurh, ο απάνθρωπος ή υπεράνθρωπος, που έχει υπερβεί όλα τα είδη ανθρωπιάς. Ο Chigurh αποφασίζει να τηρήσει στο ακέραιο τους κανόνες της ιδιότυπης λογικής του με το να δολοφονήσει την Carla Jean, όπως είχε «υποσχεθεί» στον μακαρίτη άντρα της, παρ’όλο που δεν έχει κανένα λόγο συμφέροντος να το κάνει. Είναι το απόλυτο «εωσφορικό» (αντιουσιοκρατικό) κακό: το κακό χωρίς λόγο, χωρίς συμφέρον, το «δωρεάν» κακό. Αποτυγχάνει να την εντάξει στο «κορώνα-γράμματα» παίγνιό του, και η Carla Jean, αντίθετα από τον άντρα της, παραμένει μια ηρωίδα. Όμως το «Κακό» παραμένει νικητής, είτε φονεύει ξευτιλισμένους (Llewelyn), είτε φονεύει μάρτυρες (Carla Jean).

Ο Chigurh διαψεύδει ανατρεπτικά πολλές συμβάσεις από ομοειδή genres. Λ.χ. όταν ο Llewelyn διαβεβαιώνει τον οδηγό του τυχαίως διερχομένου αυτοκινήτου, το οποίο πειράτευσε, ότι «δεν έχει τίποτα να φοβηθεί», ο οδηγός θερίζεται πάραυτα από τον Chigurh, κι έτσι διαψεύδεται η θεμελιακή σύμβαση ότι ο «αντρίκιος» λόγος του good guy προς όποιον φαινομενικά και πρόσκαιρα μόνο τυχαίνει να αδικήσει, αποτελεί εγγύηση.

Βλέπουμε και τα συνήθη του genre «παζάρια» του μελλοθάνατου με τον bad guy, λ.χ. στην περίπτωση του Carson Wells. Ο Chigurh διασκεδάζει πολύ μαζί τους, αφού επιβεβαιώνεται η αρχική του πρόβλεψη για την κοινοτοπία των ανθρώπινων αντιδράσεων. Περιμένει υπομονετικά την ολοκλήρωσή τους, αφού τόσο αυτός, όσο και το θύμα του, ξέρουν καλά την ματαιότητά τους. «You know how all this is going to turn out, don’t you?». (Από αυτήν την άποψη το μυθιστόρημα και η ταινία αποτελούν τρόπον τινά ένα "μετά-αφηγηματικό" σχόλιο σε συμβάσεις και ¨συνήθειες" των ομοειδών genres, που πολύ συχνά βλέπουμε).

Αλλά η παντοκρατορική επιβίωση του «Κακού» θριαμβεύει κατεξοχήν στο τέλος, όταν ο Chigurh κινδυνεύει να σκοτωθεί σε τυχαίο αυτοκινητιστικό δυστύχημα, το οποίο θα ερχόταν ως «από μηχανής θεός» να προσφέρει τη λύση. Τελικά, το «Κακό» νικά ακόμη κι αυτόν τον «από μηχανής θεό»! Σε τι άλλο θα μπορούσε κανείς ποτέ να ελπίσει? Ο «εωσφορικός» μηδενισμός του παντοδύναμου «Κακού» υπερνικά τον μηδενισμό της απλής «επί ίσοις όροις» τυχαιότητας! Ο τελικός άγγελος εξάγγελος (τόσο του Προοιμίου, όσο και του Επιλόγου!- οι αναφορές στην αρχαία τραγωδία είναι εμφανείς,-βλ. και τους εκτός κάδρου φόνους του Llewelyn και της Carla Jean) σερίφης Ed Tom Bell δεν έχει παρά να επιβεβαιώσει την αποτυχία σε ένα ενοχλητικό «ανοικτό» τέλος. Τον εξαιρετικό Tommy Lee Jones τον είδα σε αυτόν τον ρόλο ως έναν «loser», ανατρεπτικό sequel του «winner» των «Τριών Ταφών του Μελκιάδες Εστράδα».

Σταχυολόγησα μερικά μόνο από τα πολλά «βίτσια» του McCarthy. Στην ταινία είναι πολύ περισσότερα, διανθισμένα με έξοχες ατάκες κοενικού/"μακαρθικού" χιούμορ. Συν ότι από μια γρήγορη ανάγνωση του βιβλίου που έκανα σχημάτισα την εντύπωση ότι το μυθιστόρημα είναι πολύ πιο μεταφυσικό με αναφορές στον Θεό και τον αθεισμό που δεν υπάρχουν στην ταινία. Συν οι αναφορές στην αμερικάνικη ιστορία, με τις τρεις γενιές, του «old man» σερίφη, του βετεράνου στο Βιετνάμ Llewelyn, και του Chigurh, που μοιάζει να έρχεται από το μέλλον των «έξυπνων όπλων» και των «παράπλευρων απωλειών». (1980 το έτος που διαδραματίζεται η ταινία).

Τελικά ο Chigurh καταφέρνει να είναι η ανενδοίαστη πορνοστάρ της φονικότητας, η Λόλα που τα κάνει (σκοτώνει) όλα, σε αντίθεση με την ερωτευμένη γκόμενα της καθημερινότητας. Κάνει τους φόνους για τους οποίους ο φονιάς της αγανάκτησης, της οργής ή του ερωτικού πάθους δεν θα ήταν ποτέ ικανός. Γιατί είναι ο ανέραστος άγγελος ενός αντιουσιοκρατικού μηδενισμού της «Αμερικανιάς», που δεν δίνεται πια με αγανάκτηση για το σκάνδαλό του, αλλά με ένα γκροτέσκο αυτοπαρωδούμενο χιούμορ.

Ο Javier Bardem με μαλλί που σκοτώνει...

Δεν υπάρχουν σχόλια: