Πράγματι, μια κοπέλα, όπως η Cristina, που είχε μια παρόμοια φάση, κερδίζουμε τίποτα σε γνώση, με το να την ονομάσουμε "bisexual"?
Για να πω την φιλοσοφικούρα μου, το θέμα που θίγει πολύ εύστοχα ο ΓΑ είναι η θεώρηση γεγονότων από δύο διαφορετικές οπτικές, που θα ονόμαζα χρησιμοποιώντας τους φιλοσοφικούς όρους essentialism και anti-essentialism. Το essentialism μεταφράζεται συμβατικώς στα ελληνικά ως "ουσιοκρατία", αλλά ο αγγλικός όρος (από το λατινικό "essentia"=ουσία) δεν είναι καθόλου βαρύγδουπος, όπως ο ελληνικός, και θα μπορούσε άνετα να χρησιμοποιηθεί για περιγράψει λ.χ. την στάση του Doug (με ειρωνική προφορά του ονόματος πάντα). Με λίγα λόγια, είναι το εξής: Να προσπαθείς κάθε γεγονός ή φαινόμενο να το ορίσεις ως προερχόμενο από μια καθορισμένη και σταθερή ουσία. Αυτό επιτυγχάνεται με την βοήθεια της γλώσσας. Δηλαδή κάτι που μπορεί να είναι απλώς μια πρακτική ή συμπεριφορά ή μια φάση, πολύ χρονικά και τροπικά προσδιορισμένες, του δίνεις μια ορισμένη ονομασία, και έτσι κάνεις μια εξαντικειμενίκευση (reification), δηλαδή με το να το εντάξεις σε μία πολύ συγκεκριμένη λέξη προϋποθέτεις τρόπον τινά ότι πρόκειται για μία πολύ συγκεκριμένη αντικειμενική πραγματικότητα, η οποία θα μπορούσε ακόμη και να το εξηγήσει. Στην πραγματικότητα, πολλές από αυτές τις λέξεις έχουν συγκεχυμένο περιεχόμενο και μάλλον δεν εξηγούν, αλλά παγιώνουν αυθαίρετα την ρευστότητα μιας κατάστασης. Λ.χ. με το να ονομάσεις κάτι που μπορεί να είναι το αποτέλεσμα μιας στιγμής, ή μιας φάσης, ή ενός απροσδιόριστου ωραίου (συν-)αισθήματος ως bisexual είναι σαν να λες ότι η τάδε γυναίκα, ας πούμε η Cristina είναι παγίως αμφιφυλόφιλη, μπορείς να περιμένεις πάντοτε από αυτήν ότι θα πηγαίνει και με άντρες και με γυναίκες, γιατί έτσι είναι κάποια ουσία ή φύση της. Τι πετυχαίνει κανείς με αυτόν τον τρόπο? Μάλλον, όπως φαίνεται στην ταινία, είναι μια στρατηγική, που επιλέγουν κάποιοι άνθρωποι, όπως ο Doug (είπαμε, με ειρωνική προφορά) για να βολευτούν. Είναι σαν να σου λέει: "Αυτή πήγε με την Μαρία-Ελένα, επειδή είναι αμφιφυλόφιλη. Μια κοπέλα ή είναι μπάι, ή είναι στρέιτ, ή λεσβία. Η δικιά μου, η Vicky, αν δεν είναι μπάι, που δεν φαίνεται να είναι, τότε είναι παγίως στρέιτ, οπότε μπορώ να έχω το κεφάλι μου ήσυχο". Άνθρωποι με παρόμοιες στρατηγικές βολέματος τείνουν να προσπαθούν να ερμηνεύσουν εκ των υστέρων και όλες τις προηγούμενες συμπεριφορές του εν λόγωι ανθρώπου, ας πούμε της Cristina, με βάση αυτήν την "ουσία", που θεωρούν ότι έχουν ανιχνεύσει. Λ.χ. "έπρεπε να το είχα καταλάβει, φαινόταν από τότε που έκανε αυτό" κ.ο.κ.
(Άσε που πολλοί όροι είναι καθ' εαυτούς συγκεχυμένοι. Λ.χ. τι "ουσία" μπορεί να κρύβεται πίσω από τον όρο "αμφιφυλόφιλος", αφού αυτός αναιρεί την οποιαδήποτε ουσία είτε "γκέι", είτε "στρέιτ". Έτσι το να λες σε κάποιον: "είσαι μπάι" (εννοείται είσαι παγίως μπάι) μπορεί να θεωρηθεί ως μια εξαιρετική έκφραση κακής πίστης. Σαν, ας πούμε, να του λες "είσαι παγίως απρόβλεπτος". Ο "παγίως απρόβλεπτος" δεν είναι "εν μέρει προβλέψιμος"? Κατά παρόμοιο τρόπο, ο "παγίως μπάι" δεν είναι "εν μέρει στρέιτ"? Οπότε μήπως τελικά πρόκειται για ταμπέλες άνευ νοήματος?).
Ποιος είναι ο βασικός λόγος για την essentialist συμπεριφορά? Θεωρώ ότι είναι ο φόβος. Σίγουρα, σε μια πρώτη φάση ο λόγος είναι η κτητικότητα, η κατάκτηση. Αλλά γιατί θέλουμε να κατέχουμε? Μάλλον επειδή επιδιώκουμε το βόλεμα, όπως φαίνεται στην ταινία. Αλλά τελικά γιατί θέλουμε να βολευτούμε? Μάλλον, επειδή φοβόμαστε πολύ έντονα, επειδή έχουμε αναπτύξει έντονες φοβίες, λόγωι της προηγούμενης πορείας μας στην ζωή, τραυμάτων μας, διαψεύσεων, ματαιώσεών μας, ή ποιος ξέρει... Με το να ονομάσουμε εξαντικειμενικεύουμε, και με το να εξαντικειμενικεύσουμε, παγιώνουμε κάτι που είναι ρευστό, κι έτσι επιτυγχάνουμε να υπάρχει λιγότερο ρίσκο στην ζωή μας, λιγότερα απρόβλεπτα γεγονότα, λιγότεροι κίνδυνοι. Και συνεχίζουμε με το κεφάλι μας ήσυχο...
Και πάω στον όρο anti-essentialism. Μπορεί βέβαια να μου αντιπαρατάξει κάποιος ότι αυτήν την στιγμή κάνω αυτό ακριβώς που κατηγορώ, δηλαδή θέτω όρους, και μάλιστα πομπώδεις, για να εξαντικειμενικεύσω, και άρα να βολευτώ κ.ο.κ. Η πιθανή αυτή ένσταση είναι θεμελιωμένη γιατί εντέλει ένα είδος εξαντικειμενίκευσης και "ουσιοκρατίας" είναι εν γένει μέσα στην γλώσσα, υπάρχει παρασιτικά εντός της και δεν μπορεί να αποφευχθεί όσο μιλάμε και σκεπτόμαστε. Ωστόσο, όταν μιλάμε έχοντας επίγνωση του αναγκαστικά συμβατικού χαρακτήρα της γλώσσας, μπορούμε να προσεγγίσουμε μια anti-essentialist συμπεριφορά, παρόλο που απ' ό,τι φαίνεται η "αντι-ουσιοκρατία" (anti-essentialism) είναι μια αυτο-ηττώμενη στάση, για όσο θα χρησιμοποιούμε ανθρώπινη γλώσσα με εξαντικειμενικεύουσες λέξεις (ιδίως ουσιαστικά, αν χρησιμοποιούσαμε μόνο ρήματα ή απαρέμφατα, ίσως να ήταν λίγο καλύτερα).
Οπότε εν γνώσει της εκφραστικής μου ατέλειας συνεχίζω. Ο anti-essentialism είναι μια βασική στάση ζωής, όπου αποφεύγεις να αποδίδεις τα γεγονότα σε σταθερές ουσίες, φύσεις, νόμους κτλ. Ας πούμε, "είναι κάτι που συνέβη σήμερα, ένας Θεός ξέρει αν θα συμβεί κι αύριο, πραγματικά δεν ξέρω". Έτσι αναλαμβάνεις το ρίσκο,- είναι μια στάση ζωής ενός ανθρώπου που έχει λιγότερο φόβο, περισσότερη εμπιστοσύνη, σε τι δεν ξέρω, ας πούμε στον εαυτό του, στην ζωή, δύσκολο να πεις σε τι χωρίς αυτή η στάση να αυτοαναιρεθεί. (Ή αν δεν έχει θετική εμπιστοσύνη και αυτοπεποίθηση, μπορεί να έχει απλώς αφέλεια ή άγνοια κινδύνου, που μπορεί de facto και να είναι το ίδιο).
Για την ιστορία της υπόθεσης, υπάρχουν βασικά δύο είδη και αντίστοιχα δύο γενιές anti-essentialism. Το θέμα είναι σχετικό και με την ιστορία του φεμινισμού και με τις γενιές των φεμινιστριών/ών. Σε ένα πρώτο είδος παραδέχεσαι ότι υπάρχει κάποιο είδος ουσίας, ας πούμε βιολογικής ή πραγματολογικής βάσης, αλλά εσύ επιλέγεις να πας αντίθετα σ' αυτό για να κερδίσεις την ελευθερία σου ή ένα είδος ηθικής επίτευξης, ή χειραφέτησης. Οπότε το "αντί" του όρου έχει την έννοια ότι πας κόντρα σε κάτι που όντως υπάρχει. Πολύ πολύ χονδρικά ένα τέτοιο είδος "αντι-ουσιοκρατίας" είναι ο υπαρξισμός και ο υπαρξιστικός φεμινισμός λ.χ. της De Beauvoir. Δηλαδή υπάρχει κατά βάση ένα είδος γυναικείας "πραγματικότητας" ή "γεγονότητας" (facticité) ή "δεδομένου", το οποίο, όμως, οι γυναίκες μπορούν και καλούνται να υπερβούν. Ένα δεύτερο είδος ή γενιά "αντι-ουσιοκρατίας" βλέπει τις "ουσίες" ως καθαρά γλωσσικές κατασκευές που το αντίκρυσμά τους δεν είναι πραγματολογικά δεδομένα, αλλά μια θέληση του ανθρώπου να εξαντικειμενικεύσει μέσωι της γλώσσας για να βολευτεί. Νομίζω ότι λ.χ. για την φιλόσοφο Judith Butler, το φύλο είναι ένα συνεχές, το οποίο οι άνθρωπο πολύ αυθαίρετα επιλέγουν να τμηματοποιήσουν. Κάτι αντίστοιχο ίσως με αυτό που συμβαίνει στις ράτσες. Λέμε "μαύρος" και "λευκός". Αλλά υπάρχει ο "μάυρος" κατράμι της κεντρικής Αφρικής, υπάρχει κι ο πιο ελαφρύς, ο Αφρο-Αμερικανός, υπάρχει κι ο μιγάς, ο ερυθρόδερμος Ινδιάνος, ο μελαχροινός Μεσανατολίτης, ο Μεσογειακός, ο Βόρειος, ο ξεπλυμένος, ο κίτρινος, σαν να είναι όλο αυτό ένα συνεχές αποχρώσεων, που αυθαίρετα επιλέγουμε να πολώσουμε σε "μαύρο-άσπρο" μέσωι της γλώσσας. Και είναι πράγματι "μάυρος" ή καφετής? Είναι "λευκός" ή είναι μπεζ? Και μήπως τελικά υπάρχουν τόσες αποχρώσεις, όσοι είναι και οι άνθρωποι? Για την Judith Butler μάλλον κάτι αντίστοιχο ισχύει με τα φυλετικά γένη, τους άντρες και τις γυναίκες. Οπότε η "αντι-ουσιοκρατία" έγκειται απλώς στο να επισημαίνεις την αυθαιρεσία αυτής της γλωσσικής ψευδαίσθησης, και μόνο έτσι να επιτυγχάνεις την φυλετική υπονόμευση (gender subversion).
Μακρυγόρησα, επειδή το θέμα είναι ένα από τα προσφιλή μου. Τελικά, κάτι παρόμοιο δεν συμβαίνει και με τον έρωτα? Λέμε "είμαι ερωτευμένος", "έχω σχέση", αλλά μήπως υπάρχουν τόσοι έρωτες και σχέσεις όσοι και άνθρωποι, ή μάλλον περισσότερες? (Και πολλές φορές επιλέγουμε να ομογενοποιήσουμε όλες αυτές τις "σχέσεις" κάτω από μια γενική κατηγορία "σχέση" ή "έρωτας", απλώς και μόνο για να βολευτούμε, για να νιώσουμε λίγο πιο πετυχημένοι, λίγο πιο όμοιοι με τους άλλους, λίγο λιγότερο ανήσυχοι, όπως ο Doug της ταινίας)... Αφού όπως λέει κι η Τristana στην ομώνυμη ταινία του Bunuel "στην πραγματικότητα ούτε δύο στάλες νερό δεν είναι ίδιες"!